Η απαίτηση φωνάζοντας «μπις» να επαναληφθεί κάτι, όπως ένα τραγούδι, ή το μέρος μιας παράστασης, ή να ανέβουν και πάλι οι συντελεστές της παράστασης στη σκηνή για να χειροκροτηθούν. Από το γαλλικό bis που σημαίνει δύο φορές.
- Καλά, το καλύτερό του τραγούδι δεν είπε.
- Φαίνεται ότι το κρατάει για το μπιζάρισμα.
1 comment
σφυρίζων
Ελληνοπρεπέστερα, κιαλλισμός.