Θηλ.: το μέρος ανάμεσα στα στήθια μιας γυναίκας.
Έσκασε μύτη με ένα ντεκολτέ που φαινόταν όλη η μεσοβυζιά της! Όλη όμως!
Θηλ.: το μέρος ανάμεσα στα στήθια μιας γυναίκας.
Έσκασε μύτη με ένα ντεκολτέ που φαινόταν όλη η μεσοβυζιά της! Όλη όμως!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι ξηροί καρποί, αμύγδαλα και φιστίκια, με τα οποία συνοδεύουμε τα αλκοολούχα ποτά. (Από perketis)
Πες στη σερβιτόρα να φέρει το ουίσκι και τα πρώτα ξηροκαρπίδια κι έρχομαι!
Έτσι, τώρα που αποκλειστήκατε, μπυρίτσα, ξηροκαρπίδια, και από τον καναπέ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το διαπραγματευτικό όριο που θέτει μία πλευρά σε μια διαπραγμάτευση πέρα από το οποίο έχει αποφασίσει να μην υποχωρήσει. Μια έκφραση που την ακούμε συνέχεια από τα ΜΜΕ τον τελευταίο καιρό.
Από τον allivegp.
Κόκκινη γραμμή είναι η προστασία της πρώτης κατοικίας των ασθενέστερων ομάδων δήλωσε ο υπουργός μετά τη συνάντηση με την Τρόικα.
Got a better definition? Add it!
Published
Η γριά, η γριέτζω. Το λέμε και σαν βρισιά όταν κάποια γρια κάνει την μπεμπέκα.
Από τον perketis.
Πλακώθηκε το γρίτζελο στα μπότοξ και μου ψάχνει και γαμπρό τώρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχει σχέση με ανέκδοτο: Ένας γύφτος πάει σε ένα όμιλο γυμνιστών. Πάει να πληρώσει ο γύφτος και η ταμίας με την φιλενάδα της βάζουν τα γέλια. Τον ρωτάνε τι γραφείς στον πούτσο σου; ΞΙΔΙ; Και απαντάει ο γύφτος, Όταν σηκωθεί γράφει «Η ΝΙΣΣΑΝ σας εύχεται κάλο ταξίδι!»
Το λέμε όταν διώχνουμε κάποιον ή τον αφήνουμε να φύγει αφού τον έχουμε γαμήσει και με ξίδι για να τσούζει. Ας πούμε όταν μια ομάδα φεύγει από το γήπεδο αφού έχει χάσει. Σε μια φάση «και τώρα / μπορείτε / να πα να γαμηθείτε». Ή όταν μια ομάδα αποκλείεται σε αγώνα νοκάουτ.
Λέμε και «πούτσα ξίδι και κοψίδι» για κάποιον που είναι βλάχος αλλά γαμάει κιόλας.
Από τον tsimpatone.
Πούτσα ξίδι και καλό ταξίδι! 3-0 τους νικήσαμε!
- Οι παίκτες του ολυμπιλαγού αποχώρησαν πριν τελειώσει το παιχνίδι.
- Πούτσα ξίδι και καλό ταξίδι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που υποστηρίζει με αφοσίωση το σύστημα, κυρίως όλη αυτή τη φάση με το Μνημόνιο. Αυτός που είναι μνημονιακός, αλλά και στηρίζει τα ντόπια λαμόγια.
Γαβγίζουν κάθε μέρα τα συστεμόσκυλα ότι μαζί τα φάγαμε, αλλά την καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τις Σκουριές την κάνανε γαργάρα!
Ράτσες μαντρόσκυλων: αριστερόσκυλο, δαπόσκυλο, καπιταλόσκυλο, κομματόσκυλο, παραθυρόσκυλο, συστεμόσκυλο, χουντόσκυλο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λεχρίτισσα, η βρωμιάρα, η παρακμιακή.
Με αυτές τις λεχρόλες που έβγαινε, πώς δεν το είχε τσιμπήσει το αφροδίσιο νωρίτερα θαύμα είναι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μια κατάσταση που είναι τόσο απελπιστική, ώστε δεν έχει νόημα να κάνεις κάτι. Ιδίως αν δίνεις λεφτά. Λέγεται πολύ από τα ΜΜΕ για καταστάσεις στην Ελλάδα της κρίσης.
Γερμανική Ακροδεξιά: Ρίχνουμε χρήματα σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο.
Βαρέλι χωρίς πάτο ο ΕΟΠΥΥ.
Βαρέλι χωρίς πάτο τα νέα μέτρα.
Βαρέλι χωρίς πάτο η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Βαρέλι χωρίς πάτο η ύφεση.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο παίκτης που δεν παίζει, αλλά είναι παγκίτης, κι ακόμα χειρότερα, καθώς κάθεται στα αποδυτήρια.
Τι το ήθελε να πάει στη Ρεάλ; Όλη τη χρονιά αποδυτηριάκιας την έβγαλε.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο παίκτης που μένει πάντα στον πάγκο και δεν παίζει. Γενικά αυτός που παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις και δεν συμμετέχει πουθενά, αλλά τον έχουν όλοι κλασμένο.
Ντάξει μπήκε στην κυβέρνηση, αλλά ήταν βασικά παγκίτης, δεν έκανε και τίποτα...
Got a better definition? Add it!
Published