Ηχοποίητο ουσιαστικό, γένους ουδετέρου, που δηλώνει μια ανωμαλία στον δρόμο ικανή να προκαλέσει αναπήδηση του αυτοκινήτου.
Σαν γκντούπατις μπορεί να χαρακτηριστεί ένα σαμαράκι, ένα εξόγκωμα ή μια λακούβα του δρόμου που θέτει σε δοκιμασία τα αμορτισέρ και προκαλεί αναπήδηση των επιβατών στις θέσεις τους, αφού βέβαια ακουστεί πρώτα ο χαρακτηριστικός ήχος της πρόσκρουσης των μπροστινών τροχών (γκντουπ) στην εν λόγω ανωμαλία.
Κόψε ταχύτητα, έχεις ένα γκντούπατις μπροστά.
2 comments
vikar
hά, αυτό πάντα το πάρσαρα γκντούπα της, κατα το άλα της, σά να προέρχεται απο ρήμα γκντουπάω δηλαδή (που δέν το έχω ακούσει, απ' αυτά που λέν «αμάρτυρα»).
Και μ' αυτήν τη σημασία του ορισμού δέν τό 'χω ακούσει, το ξέρω μόνο ως περιγραφή παντός πιθανού γδούπου, και συγκεκριμένα, πιό μεταφορικά, με συνδηλώσεις ξύλου ή σέξ:
[I]- Τρελό το μιλφάκι του Καπετάν-Μήτσου προχθές... Με πήγε το βράδυ σπίτι της, και γκντούπα της...
- Καλά που δέν σας πέτυχι' ο άντρας της, εκεί να έβλεπες γκντούπα της...
- Καλά ρε μαλάκα, σ' ελληνική ταινία ζείς ή σ' ανέκδοτο;[/I]
vikar
(Ντάξει, το «δηλαδή» δέν κολλάει στο άλα της επάνω, αλλα σε άλλες ατάκες, τύπου δώσ' της και λοιπά. Τέ'ς πά'.)