Ηχοποίητο ουσιαστικό, γένους ουδετέρου, που δηλώνει μια ανωμαλία στον δρόμο ικανή να προκαλέσει αναπήδηση του αυτοκινήτου.

Σαν γκντούπατις μπορεί να χαρακτηριστεί ένα σαμαράκι, ένα εξόγκωμα ή μια λακούβα του δρόμου που θέτει σε δοκιμασία τα αμορτισέρ και προκαλεί αναπήδηση των επιβατών στις θέσεις τους, αφού βέβαια ακουστεί πρώτα ο χαρακτηριστικός ήχος της πρόσκρουσης των μπροστινών τροχών (γκντουπ) στην εν λόγω ανωμαλία.

Κόψε ταχύτητα, έχεις ένα γκντούπατις μπροστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified