Θηλ.: το μέρος ανάμεσα στα στήθια μιας γυναίκας.
Έσκασε μύτη με ένα ντεκολτέ που φαινόταν όλη η μεσοβυζιά της! Όλη όμως!
Θηλ.: το μέρος ανάμεσα στα στήθια μιας γυναίκας.
Έσκασε μύτη με ένα ντεκολτέ που φαινόταν όλη η μεσοβυζιά της! Όλη όμως!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments