Παραπλησίως του ορισμού της λεξιλογίας, έχει πάρει την έννοια του φιρουλί φιρουλά, δηλ. γενικότητες, μπούρδες, παπαρίτσες, σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες, κλπ.

Λόγω όμως του χάι, τείνει να αλλάξει τελείως σημασία σήμερα και να σημαίνει το χαϊλίκι, το πουλμούρ, τη δηθενιά κλπ.

Εμείς εδώ έχουμε το χάι χού και θα ήθελα να μου πείτε αν ξέρετε τι από τα 2 είναι πιο σωστό ή πιο διαδεδομένο. Γενικώς δεν βρήκα και τπτ σπουδαίο στο νέτι γι' αυτό και επαναλαμβάνεται το παρ. 1 (από το λήμμα αγάπες και λουλούδια).

  1. Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.

  2. Βασική αρχή του γκομενίζειν, όταν η μεναγκό δεν αποδέχεται την πρότασή μας, το παίζει δυσκολάκι ή χάι χούι και γενικά μας τα κάνει τσουρέκια.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
leonpanos

χαι-χουι χρησιμοποιείται όταν κάποιος πιέζει τον άλλον να περπατήσει πιό γρήγορα, να κάνει πιό γρήγορα μία δουλεια, γίνεται φορτικός

π.χ
-άστονε να ξεκουραστεί λιγάκι, όλο χαι χούι του το πας
-περισσότερο με κούρασες με το χαι χούι παρά η δουλειά που έκανα σήμερα
-άσε με με το χάι χούι συνέχεια, θα κάνω κανένα λάθος

#2
leonpanos

το χούι δεν έχει σχέση με τα χούγια,το λενε μαζι με το χαι για ευφωνία

το χάι έχει σχέση με το άιντε>χάιντε>χάι

#3
dryhammer

χουγιάζω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :από την αλβαν. λ. hujati]

  1. φωνάζω μεγαλόφωνα, δυνατά, βγάζω δυνατές κραυγές
  2. (συνεκδ.) μαλώνω κάποιον με δυνατές κραυγές, προγκίζω
    (αυτά από livepedia)
    οπότε αν το χάι είναι «άιντε>χάιντε>χάι» (κατα leonpanos) και το χούι από το χουγιάζω, όλο μαζί είναι όπως στό πρώτο σχόλιο.
    Πάντως σε χρήση το έχω βρεί με τη σημασία του «ώδινεν όρος και έτεκεν μύν», πιό κοντα στον ορισμό δηλαδή αλλα και με την (συνθετική ορισμού και σχολίου ) έννοια του «πολύ πρόγκιγμα για να γίνει μικρής σημασίας ενέργεια»