1) κολλητός, με τον οποίο συνηθίζει κάποιος να ξεκατινιάζεται σχετικά με τις γκόμενες με τις οποίες φασώνεται
2) για γυναίκες (επιστύσια φίλη): φίλη κάποιου άντρα την οποία θυμάται όταν περνάει περίοδο αγαμίας, ή όταν τον παρατάει η γκόμενά του, για να ξεχαρμανιάσει (το ελληνιστί του friends with benefits.

  1. -Τι έγινε τελικά με εκείνο το γκομενάκι χθες το βράδι; Το κατάφερες;
    - Ναι...
    - Τι ναι, μωρέ; Πες λεπτομέρειες! Τι σόι επιστύσιοι φίλοι είμαστε;

  2. - Θα βγούμε το βράδι ρε; - Μπάστα, θα έρθει από το σπίτι η Τασία...
    - Ποια ρε συ, αυτοί που είστε επιστύσιοι φίλοι;
    - Ναι...
    - αααα, κατάλαβα, θα το μαστιγώσεις το δελφίνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified