Αυτό το λήμμα έχει μια αστεία ιστορία συμπτωματολογίας: σήμερα μου το ανέφερε μια φίλη, λέγοντάς μου ότι ο πατέρας της ανέφερε την λέξη κι η ίδια δεν την ήξερε, ο πατέρας της εξήγησε (ανήλιαγο μέρος, που πολύ συχνά είναι υγρό και δροσερό) και έτσι η φίλη μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι έχει ένα λήμμα να βάλω στο σλανγκρ.

Ψάχνω λοιπόν πρώτα στο γούγλε για να δω αν υπάρχει κάποια αναφορά, και μξ άλλων βρήκα ότι είναι τίτλος βιβλίουπου κυκλοφόρησε στο νέτι προσφάτως.

Αυτά... Το λήμμα λοιπόν σημαίνει ανήλιαγο μέρος, τόπος σκιερός. Επίσης, αν κρίνω από το παράδειγμα 2, σημαίνει και ψύχρα, υγρασία γενικότερα.

Από Πελοποννέζ, αλλά πιθανόν να λέγεται και αλλού.

  1. - Βάζεις κανα ζαρζαβατικό στον κήπο;
    - Μπα, πού να πιάσει, είναι απογιούρα.

  2. πήγαμε στο Ραβάνι αγναντέψαμε πέρα πήραν τα μάτια μας μικρές φωτιές σε δυο τρεις μεριές βγάλαμε σκέψη ότι μπορεί οι αραπάδες να πάτησαν το Μεσοβούνι και άναψαν φωτιές να ζεστάνουν τα χέρια τους που έκανε απογιουρα τη νύχτα και ας ήταν θεριστής μήνας.

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
leonpanos

μηπως αποσκιούρα;

#2
xalikoutis

Στη Δυτική Κρήτη λέμε απόι * το αγιάζι, την πρωϊνή κυρίως ατμοσφαιρική υγρασία, η οποία λ.χ. «καίει», καταστρέφει τ' αμπέλια στα ορεινά. Το λεξικό Ξανθινάκη λέει ότι είναι από το *απώγειον. Μάλλον από κει και η απογιούρα.

#3
iron

τώρα μου θύμισες τον «απόγειο» άνεμο, τον άνεμο που φυσάει από τη στεριά προς τη θάλασσα, δεν ξέρω αν συνσυάζονται όλ' αυτά κάπως.

υπάρχει και αυτότο ιταλιάνικο, ας το βάλω κι αυτό στον κουβά μπας και βγει κάτιτελικά.

Σάραντ ακούει μήπως;