Σημαίνει τρώω στα καλιαρντά και προέρχεται από το hal που έχει την ίδια σημασία στη ρομανί (βλ. μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά).

Αβέλω χαρχάλω Βουέλω να χάλω
Κακνά της κακνής δικελτά Αβέλω μπαλόμπα Και νάκα η μπόμπα
Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Βλ. άζμα στο μήδι)

Μετάφραση: Με έπιασε πείνα, και θέλω να φάω, αβγά μάτια τηγανιτά. Έχω γίνει χοντρή, και δεν κάνω πίπες, μονάχα βάζω συνέχεια χέρι.

Στο 1.30 (από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published