Οι ελιγμοί, όπως τα κορδελάκια που ελίσσονται, για να αποφύγουμε κάτι.
Πάσα (Δ.Π.): acg.
Είχαμε συμφωνήσει ότι θα αναλάβουμε από κοινού το πρότζεκτ, αλλά τώρα τελευταία όλο μου κάνει κορδελάκια. Με βλέπω να κάνω δουλειά για δύο τελικά.
Οι ελιγμοί, όπως τα κορδελάκια που ελίσσονται, για να αποφύγουμε κάτι.
Πάσα (Δ.Π.): acg.
Είχαμε συμφωνήσει ότι θα αναλάβουμε από κοινού το πρότζεκτ, αλλά τώρα τελευταία όλο μου κάνει κορδελάκια. Με βλέπω να κάνω δουλειά για δύο τελικά.
Got a better definition? Add it!
1 comment
GATZMAN
Θα στα βγάλω τα ματάκια αν μου κάνουν κορδελάκια (μήδι)...