Οι ελιγμοί, όπως τα κορδελάκια που ελίσσονται, για να αποφύγουμε κάτι.

Πάσα (Δ.Π.): acg.

Είχαμε συμφωνήσει ότι θα αναλάβουμε από κοινού το πρότζεκτ, αλλά τώρα τελευταία όλο μου κάνει κορδελάκια. Με βλέπω να κάνω δουλειά για δύο τελικά.

(από GATZMAN, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

#1
GATZMAN

Θα στα βγάλω τα ματάκια αν μου κάνουν κορδελάκια (μήδι)...