Το χάσιμο που βρίσκεται κάποιος. Η τρέλα, το ταράκουλο λόγω κάποιου συμβάντος ή λόγω κούρασης.

  1. Έχω πάθει ψυχολογικό λαλά από την κούραση.. η μέρα ήταν πολύ φορτωμένη, πάω για ύπνο.

  2. Έχω πάθει ψυχολογικό λαλά για πάρτη της και εκείνη με δουλεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified