Το χάσιμο που βρίσκεται κάποιος. Η τρέλα, το ταράκουλο λόγω κάποιου συμβάντος ή λόγω κούρασης.
Έχω πάθει ψυχολογικό λαλά από την κούραση.. η μέρα ήταν πολύ φορτωμένη, πάω για ύπνο.
Έχω πάθει ψυχολογικό λαλά για πάρτη της και εκείνη με δουλεύει...
Το χάσιμο που βρίσκεται κάποιος. Η τρέλα, το ταράκουλο λόγω κάποιου συμβάντος ή λόγω κούρασης.
Έχω πάθει ψυχολογικό λαλά από την κούραση.. η μέρα ήταν πολύ φορτωμένη, πάω για ύπνο.
Έχω πάθει ψυχολογικό λαλά για πάρτη της και εκείνη με δουλεύει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments