Όρος που προέρχεται από το τζάμι (επιφώνημα σε περιπτώσεις τελειότητας), και το γαμάτος (που χρησιμοποιείται σε ίδιες περιστάσεις).

-Τζαμάτος ο γκόμενός της! Θεός!

Βλ. και τζαμάουα, τζαμιροκουάι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified