Βγαίνει από το έλεος > πολυέλαιος > πολύφωτο και συχνά παίρνει ως απάντηση: «μόνο πολύφωτο... λαμπατέρ» ή κάτι τέτοιο...
- Ο Χριστός και η μάνα του! Μα πως είναι έτσι... Πολύφωτο!
- Λαμπατέρ, γλόμπος, απλίκα...
Βγαίνει από το έλεος > πολυέλαιος > πολύφωτο και συχνά παίρνει ως απάντηση: «μόνο πολύφωτο... λαμπατέρ» ή κάτι τέτοιο...
- Ο Χριστός και η μάνα του! Μα πως είναι έτσι... Πολύφωτο!
- Λαμπατέρ, γλόμπος, απλίκα...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που σημαίνει "πού πηγαίνουμε;" και χρησιμοποιείται κυρίως σε περίπτωση που κάποιος έχει χαθεί.
Δημιουργήθηκε από καθηγητή αγγλικών στον Εύοσμο Θεσ/νίκης κατά την προσπάθεια ακριβους μετάφρασης μιας πρότασης και από τότε όλος ο Εύοσμος τη χρησιμοποιεί.
- Είμαστε πηγαινόμενοι προς;
- Όντως, νομίζω ότι χαθήκαμε...
Got a better definition? Add it!
Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!
- Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
- Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
- ...
- Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που εκφέρεται σε περίπτωση πολυκοσμίας σε ένα μέρος. Προέρχεται από τον τίτλο του βιβλίου του Τσιφόρου Ο κόσμος και ο κοσμάκης και κατά κάποιον τρόπο σημαίνει ότι είναι μαζεμένος κάπου κόσμος και κοσμάκης.
- Δεν χωράμε εδώ μέσα... του Τσιφόρου γίνεται!!!
Δες και της πουτάνας το σχήμα.
Got a better definition? Add it!
Γκέι, ομοφυλόφιλος.
Got a better definition? Add it!
Είχε τόσο καπνό εκεί μέσα... μπάφιασα κι έφυγα!
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας πιο ευγενικά...
- Πού πας ρε μαμαλάκη από κει... από δω πάμε...!
Got a better definition? Add it!
Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν, μην ανακατεύεσαι σε θέματα που δε σε αφορούν και είναι έξω από τα όριά σου.
- Δεν έπρεπε να του φερθείς έτσι, μπορεί να σε έβρισε, αλλά δεν έπρεπε να τον πλακώσεις κιόλας!
- Μην πατάς το πράσινο! Είναι προσωπικό θέμα, δικός μου λογαριασμός!
Got a better definition? Add it!
Αυτό που παθαίνουν οι άντρες μόλις δουν μια ωραία γυναίκα. Έχει τα εξής στάδια:
- Είδες πώς μας κοιτούσαν όλοι όταν μπήκαμε στο μπαρ!
- Τρεχοσαλίαση έπαθαν!
Got a better definition? Add it!