Το κοριτσάκι στα καλιαρντά, εκ του rakli, rakhli που σημαίνει «κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή» στη ρομανί και του τεκνό.

Ας τα, χρυσή μου, μπουτ ταραγμάν το ηρακλότεκνό μου, άβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη. (Από παράδειγμα Αίαντος).

Got a better definition? Add it!

Published