Το μουνόπανο στα ποδανά, κυρίως ως βρισιά για άθλιο άτομο, που θέλουμε να βρίσουμε.

  1. ΤΑΓΑΡΟΜΠΑΣΤΟΥΝΟΒΛΑΧΕ, ΝΟΠΑΝΟΜΟΥ. (Από βρις-οφ στο Φέισμπουκ).

  2. καλο νοπανομου και αυτος φιλος του θεοδωριδη. (Εδώ).

  3. ακους ρε νοπανομου ; απορω με τα κουραγια μας ωρες ωρες (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published