Το μεταχειρισμένο· ως ιδιότητα κάποιου αντικειμένου, ιδίως σε συμφραζόμενα συναλλαγής (αγοραπωλησίας αυτού).
Κάπως δύσχρηστο στις λοιπές κλίσεις πλην ονομαστικής ενικού.
- Από εδώ:
Στον αγώνα έβαλα Michelin Pilot exalto 2 V δείκτη ταχύητας επίσης μεταχείρα αλλά άστριφτα τα οποία όσο απίστευτο και αν ακούγεται,δε σαπούνιασαν και στον αγώνα δεν τα ακουσα να σκούζουν.
- Από εδώ:
Το δεύτερο ειναι quartz. Τιμή καινουριου γυρω στα 2.400 και το βρίσκω μεταχείρα με εγγύηση απο κατάστημα, κοντά στα 1.800
- Από εδώ:
και μεις έχουμε μια αντίστοιχη λογική πάντως μεταχείρας-χιλιομέτρων και μην λεπτομεριάσω κιάλλο...
1 comment
σφυρίζων
Βλ. και μεταχείρο.