Το μεταχειρισμένο· ως ιδιότητα κάποιου αντικειμένου, ιδίως σε συμφραζόμενα συναλλαγής (αγοραπωλησίας αυτού).

Κάπως δύσχρηστο στις λοιπές κλίσεις πλην ονομαστικής ενικού.

  1. Από εδώ:

Στον αγώνα έβαλα Michelin Pilot exalto 2 V δείκτη ταχύητας επίσης μεταχείρα αλλά άστριφτα τα οποία όσο απίστευτο και αν ακούγεται,δε σαπούνιασαν και στον αγώνα δεν τα ακουσα να σκούζουν.

  1. Από εδώ:

Το δεύτερο ειναι quartz. Τιμή καινουριου γυρω στα 2.400 και το βρίσκω μεταχείρα με εγγύηση απο κατάστημα, κοντά στα 1.800

  1. Από εδώ:

και μεις έχουμε μια αντίστοιχη λογική πάντως μεταχείρας-χιλιομέτρων και μην λεπτομεριάσω κιάλλο...

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Βλ. και μεταχείρο.