μπουγιόζικος, -η, -ο
Ο απλόχερος, ο πληθωρικός, αυτός που υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις ή τις ανάγκες.
Assist: Άννα <3.
Η σαντιγύ πάνω στο χαλβά πρέπει να μπουγιόζικη στο μάτι. Αυτό που έβαλες ήταν τσίμα τσίμα, σαν λεκές από γιαούρτι.
μπουγιόζικος, -η, -ο
Ο απλόχερος, ο πληθωρικός, αυτός που υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις ή τις ανάγκες.
Assist: Άννα <3.
Η σαντιγύ πάνω στο χαλβά πρέπει να μπουγιόζικη στο μάτι. Αυτό που έβαλες ήταν τσίμα τσίμα, σαν λεκές από γιαούρτι.
Got a better definition? Add it!
4 comments
allivegp
Χρησιμοποιείται και σαν μπουγιόζος-μπουγιόζα.
Khan
Από πού να βγαίνει άραγε;
allivegp
Νά 'ναι κανα τούρκικο, π.χ. buyoz;
deinosavros
Υπάρχει το τουρκ. büyük = μεγάλος. Θα το δω. Ο τριαντά δίνει το μπούγιο πιθ. από το ιταλ. buio = σκοτάδι.