μπουγιόζικος, -η, -ο
Ο απλόχερος, ο πληθωρικός, αυτός που υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις ή τις ανάγκες.
Assist: Άννα <3.
Η σαντιγύ πάνω στο χαλβά πρέπει να μπουγιόζικη στο μάτι. Αυτό που έβαλες ήταν τσίμα τσίμα, σαν λεκές από γιαούρτι.
μπουγιόζικος, -η, -ο
Ο απλόχερος, ο πληθωρικός, αυτός που υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις ή τις ανάγκες.
Assist: Άννα <3.
Η σαντιγύ πάνω στο χαλβά πρέπει να μπουγιόζικη στο μάτι. Αυτό που έβαλες ήταν τσίμα τσίμα, σαν λεκές από γιαούρτι.
Got a better definition? Add it!