Ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής, δηλωτικό ατόμου που επιδιώκει με κάθε τρόπο την απόκτηση θέσεων και αξιωμάτων. Συν. θεσιθήρας (βλ. λεξ. Μπαμπινιώτη). Είναι σύνθετο από τα ουσιαστικά: σπουδή(=ζήλος/βιασύνη (βλ. το λεξικό της Αρχαίας του Σταματάκου), αρχή (=εξουσία) και την κατάληξη -ιδης (που προσδιορίζει το νεαρό της ηλικίας βλ. σπουδάρχης).

Συναντάται στον Αριστοφάνη ως κωμικό πατρωνυμικό του σπουδάρχου (Ἀχαρνῆς 595-597: ὅστις; πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης, / ἀλλ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, στρατωνίδης, / σὺ δ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, μισθαρχίδης).

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα αρχαία Ελληνικά η λ. ἀρχίδιον ήταν υποκοριστικό της αρχής και σήμαινε το μικρή (ανάξια λόγου) προσφορά υπηρεσίας.

Λόγω της ηχητικής σύγχυσης που παρουσιάζεται με τη λέξη αρχίδι(-ης) χρησιμοποιείται από τους γνωρίζοντες την ετυμολογία ως κεκαλυμμένη ύβρις και από τους μη γνωρίζοντες, ευθέως ως ύβρις σχετιζόμενη με τη συνηχούσα λέξη.

Σχετικά πρόσφατα χρησιμοποιήθηκε από συγκεκριμένο πολιτικό προς χαρακτηρισμό συναδέλφου του (βλ. παρακάτω το viral video), αποκτώντας έτσι μια κάποια (παρετυμολογημένη) δυναμική στη σύγχρονη γλώσσα.

-Όλοι για την καρέκλα και μόνο στη βουλή. Πήξαμε στου σπουδαρχίδηδες.
-Τι λες ρε μαλάκα, παπάρι, σπουδαρχίδη! Είσαι μεγάλη ψωνάρα τελικά. Άντε και γαμήσου!!

(από Nik, 01/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified