Συντομογραφια του Στα Αρχιδια Μου
- μαλακά αυτός εκεί σε έβρισε -Σαμ
Συντομογραφια του Στα Αρχιδια Μου
- μαλακά αυτός εκεί σε έβρισε -Σαμ
Got a better definition? Add it!
Published
Η ιστορία αυτής της κόφτης όλο νόημα λέξης ξεκινά εξ εμου από ενα σαρδαμ στουρας.Νταιβαροντας στα έγκατα του υποσεινηδητου και φιλοσοφώντας το λίγο κατάλαβα ότι είναι πάντρεμα του παροπονιαρικου ήχου της κατσίκας (μπεεεε) και η πρόσθεση του ζζζ (zzz..στο τσατ η σε κόμικ ύπνος ) καθρεφτίζει υπνονταγκλα που αχνοφαίνεται .
Λουση :Καλά τα μάτια σου πατζουρια κλειστά κόκκινα να ανοίξουν δεν λένε ω θέα της αυγής . Λουλα : μπζεεεε ..
Got a better definition? Add it!
Γνωστό στην καθομιλουμένη και ως Σπασουάρ, είναι το προϊόν το οποίο χρησιμοποιείται για την προστασία των όρχεων από εξωτερικούς βλαπτικούς παράγοντες.
Θα βγω ραντεβού με εκείνο το Μαράκι, την μποξερ. Θα φορέσω και μια παπαριέρα για παν ενδεχόμενο.
Got a better definition? Add it!
"Πω αυτός ο τύπος με έχει πρήξει με το ποσο κατώτερο με θεωρεί, τι μουνοκατσαρίδα"
Αηδιαστικό ον γεμάτο σκατοψυχία και μίσος για την ανθρώπινη φυλή, την οποία απορρίπτει γιατί θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο απο αυτήν. Συνήθως σχολιάζει πράγματα που λες και κάνεις, με εμφανή υπεροψία, παρότι και ο ίδιος δεν μπορεί να το κάνει καλύτερα.
Εν κατακλείδει η μουνοκατσαρίδα είναι ενα σπασαρχίδικο έκτρωμα το οποίο μας μαστίζει ολη μας τη ζωή και ποτέ δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Σκοτώστε με.
Got a better definition? Add it!
Ο ευνούχος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, δηλαδή και αυτός που δεν είναι αρκούδως άντρας, ο χαντούμης.
1. Δείχνει φανατικός βαζελίνος ο κοψαρχίδης... Έχει βλέμμα αλαφούζικο και νάζι λεωφόρου.
2. Θα τους ξυσετε τα Α……….δια, αν δε προλαβει να τους τα κλασει συγνωμη να τους τα κοψη ο ξεχαρβαλομενος πρωην ωραιος κοψαρχιδης.
3. Aρκετοί τράγοι που τυχαίνει να έχουν ξέχωρα τα λιμπά, αναφέρονται σαν κοψαρχίδης.
Got a better definition? Add it!
Γηπεδικό επιφώνημα χαρακτηρισμού προσώπων.
-
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής, δηλωτικό ατόμου που επιδιώκει με κάθε τρόπο την απόκτηση θέσεων και αξιωμάτων. Συν. θεσιθήρας (βλ. λεξ. Μπαμπινιώτη). Είναι σύνθετο από τα ουσιαστικά: σπουδή(=ζήλος/βιασύνη (βλ. το λεξικό της Αρχαίας του Σταματάκου), αρχή (=εξουσία) και την κατάληξη -ιδης (που προσδιορίζει το νεαρό της ηλικίας βλ. σπουδάρχης).
Συναντάται στον Αριστοφάνη ως κωμικό πατρωνυμικό του σπουδάρχου (Ἀχαρνῆς 595-597: ὅστις; πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης, / ἀλλ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, στρατωνίδης, / σὺ δ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, μισθαρχίδης).
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα αρχαία Ελληνικά η λ. ἀρχίδιον ήταν υποκοριστικό της αρχής και σήμαινε το μικρή (ανάξια λόγου) προσφορά υπηρεσίας.
Λόγω της ηχητικής σύγχυσης που παρουσιάζεται με τη λέξη αρχίδι(-ης) χρησιμοποιείται από τους γνωρίζοντες την ετυμολογία ως κεκαλυμμένη ύβρις και από τους μη γνωρίζοντες, ευθέως ως ύβρις σχετιζόμενη με τη συνηχούσα λέξη.
Σχετικά πρόσφατα χρησιμοποιήθηκε από συγκεκριμένο πολιτικό προς χαρακτηρισμό συναδέλφου του (βλ. παρακάτω το viral video), αποκτώντας έτσι μια κάποια (παρετυμολογημένη) δυναμική στη σύγχρονη γλώσσα.
-Όλοι για την καρέκλα και μόνο στη βουλή. Πήξαμε στου σπουδαρχίδηδες.
-Τι λες ρε μαλάκα, παπάρι, σπουδαρχίδη! Είσαι μεγάλη ψωνάρα τελικά. Άντε και γαμήσου!!
Got a better definition? Add it!
Κάποιος που είναι και μουνί, δηλαδή φλώρος, μη μου άπτου, μαλακός, και αρχίδι, δηλαδή ύπουλος, παλιοχαρακτήρας, πονηρός, μπαμπέσης.
Δεν το περίμενε κανένας ότι ο Τάσος θα ήταν τόσο μουναρχίδης που θα τους καλούσε στο εξοχικό του μόνο και μόνο για την πέσει στην γκόμενά του.
Got a better definition? Add it!
Ο κλαψομούνης, ο κλαψούρης, κλάψας (και πάει λέγοντας).
σου το ζήτησα και μου έστειλες το τηλέφωνό σου κλαψαρχίδι ; δεν βαρέθηκες να λες τα ίδια και τα ίδια περί ανωνυμίας ή μη στο ιντερνετ.
Η διαφορα ειναι οτι ο Νιοπλιας ειναι ο κλασικος ελληνας κλαψαρχιδης,ενω ο Ολλανδος ειχε αυτον μαγκικο τροπο ομιλιας και επικοινωνιας.
(Από το διαδίκτυο)
Got a better definition? Add it!
Επίσης ζαλάρχιδος και ζαλαρχίδας. Αυτός που μας ζαλίζει τον έρωτα, ή πιο συγκεκριμένα, που μας ζαλίζει τ' αρχίδια, δηλαδή είναι φορτικός, ενοχλητικός, κούρασελ, επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια πράγματα, ίδιες συμβουλές, ίδιες παρατηρήσεις ή ίδια λάθη. (Η έκφραση δίνει δυο σελίδες στον γούγλη, είναι βέβαια πολύ λιγότερη συνηθισμένη από το σπασαρχίδης).
- τι ζαλαρχιδης βρε παιδακι μου... απορω πως τον αντεχε η γυνιακα του...
καλο ανθρωπακι ομως...ειχε τους νεους σαν παιδια τους....
-Έτσι λέγαμε και εμείς στο Ελληνικό κάποιον αξιωματικό υπηρεσίας, ο οποίος επι 30 λεπτά σε κάθε προσκλητήριο μας έλεγε τα ίδια και τα ίδια για τα μέτρα ασφαλείας. Τότε όμως δεν γνωρίζαμε πως πριν αρκετά χρόνια αυτοκτόνησε φαντάρος σε σκοπιά την ώρα που είχε αυτος υπηρεσία... περίπολο για την ακρίβεια... (Εδώ).
Ασε που απο μια ηλικια και μετα το παιδι μονο τα λεφτα σου θέλει και οχι εσενα τον ιδιο, και καλα κανει ο γονιος συνηθως ειναι ζαλαρχιδης! (Εδώ).
ειναι ζαλαρχιδος,δεν φτανει που μπαινει με διαφορετικα ονοματα κ γραφει οτι γραφει,τα γραφει κ με τα ιδια ορθογραφικα λαθη, (εδώ).
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!