Άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στη λαϊκή αγορά.

- Α ρε μαλάκες λαϊκατζήδες με τα Datsun σας...

Βλ. και λαχαναγορίτης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ME THE GOD

πολύ αστείο