Το λένε για κάποιον που ήταν πριν πεινασμένος και για αυτό υπάκουσε σε όλα και ήταν υποτακτικός για να μπορεί να φάει λίγο ψωμί. Όταν όμως βάλει λίγα λεφτά στην άκρη και ανέβει οικονομικά και χορτάσει, τότε αρχίζει να ζητάει τα δικαιώματά του και εξεγείρεται. Συνήθως το λένε αυτοί που έχουν ήδη την εξουσία και θέλουν να καταπατούν τους από κάτω, όπως μετανάστες, που τους θεωρούν αχάριστους επειδή διαμαρτύρονται ενώ τρώνε ψωμί στην άλλη χώρα, υποτίθεται.

Του αχάριστου που ήρθε εδώ λίγδωσε το αντεράκι του, σταμάτησε να βρωμάει το στόμα του από την πείνα και σήκωσε κεφάλι.

Από παππούδες που έφυγαν κι αυτοί, με μισό βρακί, με τρύπια παπούτσια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, γκαρσόνια και λαντζιέρηδες και βρήκαν ψωμί και λίγδωσε τ’ αντεράκι τους και σήκωσαν κεφάλι και σιγά σιγά πήραν τα πάνω τους και γίνανε νοικοκυραίοι, με σπίτια κι αυτοκίνητα και ταξιδάκια αναψυχής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Παραθέτω ερμηνεία του πρώτου μισού της έκφρασης από το Νίκο Σαραντάκο (Λόγια του Αέρα, Αθήνα 2013, σ. 38): «Το λιτό διαιτολόγιο υποτίθεται ότι αφήνει αλάδωτα τα έντερα, που λαδώνουν ή λιγδώνουν όταν κανείς τρώει συχνά κρέας».