Σε σχέση με τον ορισμό του καρφί που δίνει ο Vikar («αμέσως, γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα, κατευθείαν», συνώνυμα: σφαίρα, ντουγρού, με τη μία), είναι το μέρος εκείνο ενός δρόμου, που είναι απολύτως ευθύ, χωρίς στροφές και ίσιο ή και ελαφρώς κατηφορικό, οπότε ο οδηγός μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και να κάνει προσπεράσεις, γενικότερα να το σανιδώσει, να πάει μαλλιά, μαλλιοκούβαρα, πατημένος και ταλιμπάν.

1. Του 'χω βάνει του 'χω φορτώσει το σαραντατρίο μπακαλική από την Τρίπολη για Θεσσαλονίκη, για πάνου Μακεδονία και έχω ξεκινήσει σιγούλια σιγούλια, και μόλις έχω φτάσει καλή ώρα Πελασγία και έχω πληρώσει τα διόδιά μου «κύριος», του 'χω βάνει τη δύο, μαλακωσιά πολύ γιατί το αμάξι ήταν βαρύ και του 'χα βάνει κανά 60άρι τόνοι φορτίο απάνου, και του 'χω βάνει την δύο, την τέσσερα, την έξι, την εφτά, την οχτώ, του 'χω καρφώσει και την εννιά και το πάω μαλακωσιά τ' αμάξι τώρα, 85 χιλιόμετρα στις 2.350 γιατί έχω βήμα γρήγορο πολύ, κι έτσι όπως πήγαινα σιγούλια σιγούλια εκοιτώ στο είδωλο κι έρχονται κάτι Τριπολιτσιώται... σου μιλάω για μαλλιά με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα, εκοπάναγε και το ελευθέρας στο ντουβάρι που 'χει κείθε, και μου περνάνε μαλλιά, κι έχω κοκκινίσει, την έχω ψωνίσει, σου λέω σαν τη μελιτζάνα... και του 'χω καρφώσει την δέκα, σανίδα το γκάζι, όρθιο σου λέω τώρα και το σαραντατρίο να 'χει κόψει καπίστρι, να 'χει σηκώσει πανί, και να σανιδώνει τώρα να δίνει. Τούφα το ντουμάνι! Εζυγώνω τον πρώτονε, τον επερνάω και μόλις έχω φτάσει στο δεύτερο, κείθε απάνου στους Αγίους Θεοδώρους, στο καρφί το καλό, Τον εζυγώνω, τον εζυγώνω, τον επερνάω και μόλις βγάνω φλας να μπω δεξά, όλη την αριστερή τετράδα τα πιστόνια και τον στρόφαλο τα πήρα στη μασχάλ'. Ε μα σου λέω για ολική καταστροφή!

(από Khan, 02/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Galadriel

+5 παράδειγμα. Ολταιμκλά σικ.