1. Αυτή που αρέσκεται στο να γλείφει τους ανδρικούς όρχεις.
  2. Μεταφορικά αυτή που για να ανέβει κοινωνικά/οικονομικά είναι ικανή να κάνει και αυτή την πράξη.
  1. Τι αρχιδογλείφτρα αυτή η Γραμματική ρε συ Μήτσο!.
  2. Έγινε διευθύντρια με απολυτήριο λυκείου η αρχιδογλείφτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Σόρυ αν φανώ σλανγκαρχίδης, αλλά:

- αρχιδογλύφτρα: αυτή που σμιλεύει όρχεις
- αρχιδογλείφτρα: αυτή που γλείφει όρχεις

#2
parofilol

Πολύ σωστό, δική μου παράλειψη!

#3
Khan

Τουκανισμός: Γραμματική είναι όνομα γυναίκας;