Στον στρατό, η λέξη άκυρο σε γραμμή παράταξης, ακυρώνει ένα παράγγελμα που έμεινε στη μέση, αλλά ακούγεται και στην καθομιλουμένη.

Στον στρατό χρησιμοποιείται για να δοκιμάσει ο αξιωματικός την ετοιμότητα των φαντάρων, αλλά χωρίς να εκτελέσουν την εντολή.

  1. Μετά- (πάει για 'μετά-βολή', βλέπει οτι οι φαντάροι ετοιμάζονται να την εκτελέσουν, αλλά καταλήγει σε:) άκυροοοο...

  2. -Ρε μαν, φέρε τον αναπτήρα που είναι ακουμπημένος στο τραπεζάκι.
    -Πού; δεν βλέπω αναπτήρα εδώ.
    -Άκυρο, στην τσέπη μου είναι.

Βλ. και τσίμπησες το άκυρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
linc751979

επίσης κάτι που λέγεται και δεν είναι επι του παρόντος, συνήθως λόγω αφηρημαδας: - Σήμερα κανόνισα με τα παιδιά να πάμε γήπεδο θα έρθεις;
- Ξέρεις που έχει εδώ γύρω κανένα ανοιχτό φαρμακείο;
- Τι άκυρο ήταν αυτό; Καλα ρε δεν ακούς τι σου λέω τόση ώρα;

#2
abra

Υπερθετικος του «άκυρο» το πανηγυρικό άκυρο ...
π.χ ζήτησα άδεια το ΣΚ απο τον ΤΑΓΜΑ αλά εφαγα πανηγυρικό άκυρο...