Σύνθετη λέξη, από την αγγλική λέξη slang και την τουρκική çapaçul (ακατάστατος, κακοντυμένος):

ο προκαλών ακαταστασίαν εις τον σλανγκότοπον.

Σε παρακαλώ, γράφε σωστά και με τάξη. Μην είσαι σλανγκπατσούλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Επίσης κι ο πατσούλης του σλανγκ, να τα λέμε κι αυτά.