Στην εκλογοσλάνγκ το μπετό σημαίνει τον αριθμό σίγουρων ψήφων που πρόκειται να λάβει, βρέξει-χιονίσει, ένα κόμμα ή ένας υποψήφιος. Διακρίνεται από τον "αέρα", δηλαδή τις αβέβαιες ψήφους που παίζονται.

1) - Πώς θα πάμε στο χωριό μπάρμπα;
- Καλά παιδί μου, έχουμε 30 ψήφους μπετό.
2) - Έμαθα ο κυρ Κώστας κατεβαίνει για κοινοτάρχης και μπορεί να βγει.
- Ναι και μου είπε ότι έχει 100 μπετό και 10 αέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified