νταούνιασμα, νταουνιάσματα

Ναρκοslang για την απότομη, υπερβολική και αναίτια κόπωση και έλλειψη όρεξης μετά την επήρεια της χρήσης κυρίως χημικών ναρκωτικών ουσιών. Προέρχεται από την αγγλική λέξη down και είναι ευρέως γνωστή σε parties ηλεκτρονικής μουσικής που κρατάνε για μέρες. Σε πληθυντικό αριθμό χρησιμοποιείται κυρίως για την επόμενη ημέρα.

Τι νταούνιασμα είναι αυτό ρε αγορίνα? Λες και έφαγα σφαλιάρα νιώθω.

Δεν ξέρω τι ήπια χθες και σήμερα είμαι στα νταουνιάσματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified