βαρουfuckίζω, βαρουfuckάω, βαρουfuckώ

Νεολογισμός που εμφανίστηκε ως τίτλος: "ΤΟΥΣ ΒΑΡΟΥFUCKΗΣΕ" στο φύλλο της 1ης Μαρτίου 2015 της εφημερίδας "Το Χωνί".

Γίνεται λογοπαίγνιο με το όνομα του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη και του γνωστού (σε όλους πλην Αυτιά) αγγλικού ρήματος fuck.

Η γηπεδικού ύφους έκφραση (του τύπου έτσι γαμάει η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη κ.τ.τ.) περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τον θρίαμβο που κατήγαγε ο εν λόγω υπουργός έναντι των βελανιδοφάγων. Τώρα, άν ο θρίαμβος εξελίχθη εν συνεχεία σε πανωλεθρίαμβο, είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η ανάγνωση του όρου από τον (γλωσσομαθέστατον) γκουρού των συνταξιούχων Γιώργο Αυτιά:

τους βαρουφούσκησε

(Παράφραση παλιού ανεκδότου με τον Μπόμπο)

Στελέχη του Οικονομικού Επιτελείου της Κυβερνήσης, όταν ρωτήθηκαν από οικονομικούς συντάκτες, πότε θα ξαναβαρουfuckήσουμε τους βελανιδοφάγους, απάντησαν : "Μόλις ξεπονέσει ο πισινός μας".

Το λογοπαίγνιο κυκλοφορούσε ήδη απ' τις εκλογές του Γενάρη και δεν το δημιούργησε το Χωνί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
donmhtsos

Ο τίτλος της εφημερίδας που πρωτοδημοσίευσε τον συγκεκριμένον όρο παραπέμπει σε όσα μας συνέβησαν εν συνεχεία (δες το λήμμα χωνί)

#2
σφυρίζων

Ο γούγλης δίνει και μερικά varoufuckup ("τα έκανε βαρουφακοθάλασσα", "το βαρουφακογάμησε-και-ψόφησε").

#3
Khan

Βλ. και βαρουφάκ.