Το δήδεν η αλλιώς το ποζεριλίκι. Κόβουμε το ντα από τη λεζάντα και βγαίνει η λέζα.

Όλα για τη λέζα τη σήμερον ημέρα. Μηδέν ουσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
donmhtsos

Την λέξη την άκουγα παλιότερα (δεκαετίες '60 και '70) στην έκφραση "πληρώνω τη λέζα" που σημαίνει: πληρώνω το μάρμαρο (τη ζημιά). Επίσης υπάρχει και ως χαρτοπαικτικός όρος στο πικέτο. Από μια γρήγορη ματιά στο γούγλη βρηκα :

Λέζα

λέζα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ιταλ. λ. lesa, θηλ. του επίθετο leso =- ο ζημιωμένος]

όρος στη χαρτοπαιξία και συγκεκριμένα στο παιχνίδι "πικέτο", που δηλώνει ότι ο αντίπαλος έχει κάνει περισσότερες από έξι χαρτωσιές

(μτφ.) η ζημιά. 

Από εδώ

#2
Khan

Δον, ίσως να κάνεις το σχόλιό σου και στον άλλο ορισμό της λέζας που νομίζω ταιριάζει απόλυτα.

#3
titsunited

Έτσι να μαθαίνουμε νεα πράγματα

#4
donmhtsos

Έχεις δίκιο Χάν. Το κουπαστάρω κι εκεί.