1. Εξαπάτηση, δολιοφθορά σε βάρος τρίτου. Συν. ~πουστιά (χρησιμοποιείται και ως ρήμα λεζάρω).

  2. Δύσκολη κατάσταση. Συν. ~ζόρι.

  1. Ο δικός σου πήγε εκεί για να πάρει πιο φτηνά το αμάξι, αλλά του πέξανε χοντρή λέζα και του δώσανε ένα χιλιοτρακαρισμένο.

  2. Άσε, είναι άρρωστη η μάνα του και τραβάει μεγάλη λέζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δήδεν η αλλιώς το ποζεριλίκι. Κόβουμε το ντα από τη λεζάντα και βγαίνει η λέζα.

Όλα για τη λέζα τη σήμερον ημέρα. Μηδέν ουσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πόντοι που κερδίζονται σε κάποια χαρτοπαίγνια, ανάλογα με τις μπάζες που παίρνει ο παίκτης. Μερικές φορές διακρίνεται σε μεγάλη και μικρή (π.χ. στο πικέτο).

Ήταν μια παρτίδα αμφίρροπη. Η μεγάλη λέζα ήταν "κομμένη", αλλά κατάφερε και πήρε τη μικρή.

Got a better definition? Add it!

Published