Η σκοτοδίνη, η λιγοθυμιά, το έρεβος που παθαίνουμε όταν ας πούμε μας έρχονται τα μπιλιετάκια της εφορίας. Ξέρω τη λέξη από τα ογδόνταζ, αλλά ο γούγλης δίνει μόνο ένα χτύπημα. Μωρ' δε μας χέζει κι αυτός ο μαλάκας, όταν εγώ περπατούσα στον κόσμο αυτός δεν ήταν ούτε μπάιτ στον κομπγιούτορα του πατέρα του.

Δεν νιωθω πολυ καλα.....νιωθω μια σβημαρα.
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

Και μόνο γιατί ότι δε γουγλίζεται δεν υπάρχει (κι είμαστε και σε γλωσσοσάη τρομάραμας) άριστα και +10

#2
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Ε μα τους πούστηδοι, έλεος πλέον πιά συνάδελφε :-)

#3
vikar

Εξαιρετικό, δέν τό 'χω ακούσει. (αλλα το ογδόντα, νά 'χα ίσαμε πέντε μπάιτ μπόι)

#4
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Ε,εγώ είχα δεκαπέντε :-Ρ

Non guglitur ergo non est (για το ξεροσφύρειο σχόλιο).

#5
donmhtsos

Όλα (λήμμα, ορισμός, σχόλια) πολύ ωραία. Η σβημάρα υπήρχε στη ντοπιολαλιά της Κύθνου (και άλλων περιοχών, πιστεύω) παλαιόθεν.

#6
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Ευχαριστώ σας. Δον, ενδιαφέρον το περί παλαιόθεν ντοπιολαλιάς. Τη λέξη την είχα πρωτακούσει περί το '82-83 από συνομήλικο Αθηναίο γέννημα θρέμμα, παναπεί έχουμε ίσως περίπτωση ντοπιολαλιάς που ανηφόρισε κατά πρωτεύουσα και απέκτησε αργκοτική απόχρωση, κατά το κουσουμάρω ένα πράμα? Για κάτι τέτοια είναι που είμαι παραπάνω από ελαστικός ως προς το τι είναι καταχωρίσιμο εδώ μέσα (εξαιρούνται οι καθαρόαιμες παπαριές). Δυσδιάκριτα και πολύ ενδιαφέροντα τα όρια.

#7
donmhtsos

Είναι, πιστεύω, ανάλογη περίπτωση με το "άρτι αφιχθέν" Τσάγαλα με γιαούρτι.