- Αργκοτικό συνώνυμο του «εντελώς», κάτι σαν μονολεκτικό και πιο σκληρό «εντελώς τελείως», του πάρα πολύ, του σκληρά και του τέζα για να λέμε τα πράματα με τ' όνομά τους.
- Ως ειδική περίπτωση του προηγουμένου, χρησιμοποιείται για να δείξει συμφωνία με τον προλαλήσαντα, αρκετά συχνά δε σε προτάσεις που δεν έχουν συγκεκριμένο νόημα, βλέπε τα παραδείγματα.
Χρησιμοποιείται είτε μόνη της, είτε ακολουθούμενη απ' το κομμάτι της φράσης με το οποίο συμφωνούμε. Παραδόξως, όπως φαίνεται και στο τρίτο παράδειγμα, μπορεί να σημαίνει επίταση αυτού με το οποίο συμφωνούμε.
1α. - Η παραλία μόνο γαμεί. Στα καλύτερα μας φέρνεις.
- Και η μπάρμαν γυναίκα στο μπητσόμπαρο μόνο μουνάρα, να τα λέμε αυτά.
1β. - Αν πίστεψες ότι θα ξέχναγα το κατοστάρικο που μου χρωστάς έτσι απλά είσαι μόνο ηλίθιος.
2α. (πραγματικός διάλογος, τζήσους με Φάνη)
- Πστ, Φάνη, αλλοτρίωση.
- Μόνο αλλοτρίωση.
2β.
- Πας για κατούρημα;
- Μόνο για κατούρημα.
2γ.
- Με γουστάρει αυτή λες;
- Μόνο σε γουστάρει.
ή
- Με γουστάρει αυτή λες;
- Μόνο.
3.(ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις του ορισμού, σημαίνει ότι όχι απλά θα διαλυθούμε, αλλά θα ξεφτιλιστούμε, θα μας μαζεύουνε)
- Τι θα γίνει μαν απόψε, θα διαλυθούμε;
- Μόνο θα διαλυθούμε, δε θα μείνει χριστούγεννο απόψε.
0 comments