Η ποιητική ονομασία για τη βροχή στα καλιαρντά. Βγαίνει από το λάκριμο εκ του ιταλικού/ λατινικού lacrima. Σαν να δακρύζει ο ουρανός, δηλαδή. Αβέλει λακρίμω σημαίνει βρέχει.
Θα αβέλει λακρίμω αύριο είπαν στην κρυσταλλοσινού.
Η ποιητική ονομασία για τη βροχή στα καλιαρντά. Βγαίνει από το λάκριμο εκ του ιταλικού/ λατινικού lacrima. Σαν να δακρύζει ο ουρανός, δηλαδή. Αβέλει λακρίμω σημαίνει βρέχει.
Θα αβέλει λακρίμω αύριο είπαν στην κρυσταλλοσινού.
Got a better definition? Add it!
3 comments
donmhtsos
Λίαν ποιητικόν!
dryhammer
[η μικρή [λακρίμω][1] κάθεται και κλαίει γιατί δεν την παίζουνε οι φιλανάδες της...][2]
dryhammer