χεσοβλεψίας < χέζω + -βλεψίας (< βλέπω)
Πρόσωπο που αρέσκεται να βλέπει άλλους ανθρώπους να χέζουν, είτε με τη συγκατάθεσή τους είτε όχι.
-Πάω να χέσω. -Να έρθω; -Έλα μιας και είσαι χεσοβλεψίας.
Got a better definition? Add it!
Published 2015-09-18 02:51:56+00:00 Last modified 2015-09-19 00:17:42+00:00
Γιώργος Ζάκκης
2015-09-18 20:03:37+00:00
Δηλαδή αποτελεί κατηγορία... κοπρολάγνου ηδονοβλεπτικού τύπου; Συνταρακτικόν...!
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
1 comment
Γιώργος Ζάκκης
Δηλαδή αποτελεί κατηγορία... κοπρολάγνου ηδονοβλεπτικού τύπου; Συνταρακτικόν...!