χεσοβλεψίας < χέζω + -βλεψίας (< βλέπω)

Πρόσωπο που αρέσκεται να βλέπει άλλους ανθρώπους να χέζουν, είτε με τη συγκατάθεσή τους είτε όχι.

-Πάω να χέσω.
-Να έρθω;
-Έλα μιας και είσαι χεσοβλεψίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified