Τα αυτιά στα καλιαρντά. (Ουδέτερο, πληθυντικός).

Ἀβέλει σόγι-κουραβελτέ ἡ Γεωργία, καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατέ καὶ τοῦ μπενά λουπαρτέ:
- Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Ντέζιασεπούλη μου γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
- Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ! (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Να'ναι καλά ο Αίας που έστω και μακριά μας δώνει ασίστ!

#2
patsis

Είναι τα λούπαρα, έτσι; Ή όχι; Το λουπαρτέ τι μέρος του λόγου είναι;

Ορίστε η μία φορά για αυτήν την δεκαετία που χρησιμοποίησα την έκφραση τι μέρος του λόγου είναι με την κυριολεκτική της σημασία.

#3
Khan

Τα λούπαρα, και το λουπαρτέ μοιάζει σαν να είναι (καλιαρντο)πτώση, χωρίς να το ξέρω. Φάση θα έχει να έχουν αναβιώσει τα καλιαρντά αρχαίες πτώσεις...