ούχου, uhu

H μποτιλιαρισμένη οδός, αυτή που η κυκλοφορία έχει κολλήσει και δεν κινείται τίποτε. Από τη γνωστή κόλλα uhu.

Μη πατάς από Ευζώνων, είναι ούχου λόγω του Μαραθωνίου πόλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

Ως προς την ενσωμάτωση του δεύτερου τύπου του λήμματος (uhu) στον ορισμό: υπάρχει η πρόταση να δημιουργούνται σελίδες ανακατεύθυνσης, σε φάση uhu: Βλ. ούχου. Αλλά αυτό θέλει τεχνική επέμβαση - κάποια στιγμή θα γίνει, μαζί με τόσα άλλα (ε φανταστικέ titos;).

#2
σφυρίζων

Ε μεχρι τότε το λογικό ειναι να μπαίνουν και οι 2 μορφές στο λήμμα