ούχου, uhu

H μποτιλιαρισμένη οδός, αυτή που η κυκλοφορία έχει κολλήσει και δεν κινείται τίποτε. Από τη γνωστή κόλλα uhu.

Μη πατάς από Ευζώνων, είναι ούχου λόγω του Μαραθωνίου πόλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified