Τόσο πολύ γουστάρουν οι Χανιώτες κι όλοι οι Κρητικοί την κατάληξη -άκι, που έχουνε φτιάξει (= εντάξει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα) αυτήν την, κατά πώς μου μεταφέρεται, εκ πρώτης ακατανόητη εκτός νησιού αλλά τόσο χρήσιμη λέξη: ναϊλάκι = το μικρό νάιλον σακουλάκι. Για την ράντομ ετυμολογία του ίδιου του nylon βλ. εδώ.

- Πού τό' εις το βιβλιάριο του γιατρού; - Εκειά στο ράφι ' ναι μέσα σ' ένα ναϊλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
dryhammer

Και Χίο ακούγεται με την ίδια σημασία κι έχει και πληθυντικό -τα ναϊλάκια

Σε μια τσάντα του Λίντλ γεμάτη ναϊλάκια, θα βρείς όλα τα χαρτιά του σπιτιού.

#2
Galadriel

Γνώριμη μου φαίνεται η λέξη κι εκτός νήσων. Ίσως βέβαια είναι απλά αυτοκατανόητη.

#3
barbarosa

"Άνοιξε το ντολάπι, μέσα σ' ένα ναϋλάκι έχω τη Βιοχύμ", άκουγα τη θεια μου όταν πιτσιρίκια μετά το παιχνίδι τη γυρεύαμε να την αδειάσουμε την μπουκάλα ολόκληρη κι ει δυνατόν χωρίς να της βάλουμε στάλα νερό...