Στην ποδοσφαιροσλάνγκ, είναι ο ποδοσφαιριστής που τρέχει συνέχεια.
Έχουμε μηχανάκια σε άμυνα-επίθεση, αλλά χρειαζόμαστε και κάνα γκολτζή παραπάνω.
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ, είναι ο ποδοσφαιριστής που τρέχει συνέχεια.
Έχουμε μηχανάκια σε άμυνα-επίθεση, αλλά χρειαζόμαστε και κάνα γκολτζή παραπάνω.
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το παιχνίδι που έχει μέχρι δύο γκολ. Εκ του αγγλικού under = κάτω.
Φίλε αντεράκι το ματς, είναι βέβαιο. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Η γκομενίτσα εκ του αγγλικού chick (<chicken = κοτόπουλο).
Τόνι, πώς μπορώ να γίνω το τσικάκι σου; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο ωραιοπαθής.
Ήταν τρεις άντρες, ωραιόπουλοι, καθισμένοι διάσπαρτα σε μια μεγάλη αίθουσα, κάτι ανάμεσα σε γραφείο και σαλόνι με ανατομικές πολυθρόνες και έπιπλα ντιζάιν. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024,σ. 60).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που συμμετέχει στην κουλτούρα της ακύρωσης (cancel cuture), δηλαδή στη λογική να ακυρώνονται ή καταδικάζονται ή και λογοκρίνονται έργα που έχουν πολιτικώς μη ορθά στοιχεία, ακόμη κι αν πρόκειται για έργα του παρελθόντος, όπως επίσης να ακυρώνονται και να καταδικάζονται και οι δημιουργοί τους. Επίσης, χρησιμοποιείται ως παρωνύμιο του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανου Κασσελάκη, λόγω, κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση, των διαγραφών στελεχών του κόμματος στις οποίες προβαίνει.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Σαλαμίνας (< Αμαλίτσα < Αμαλία). Κέρμα 25 λεπτών (1/4 δραχμής) επί Όθωνα και 20 λεπτών επί Γεωργίου. Χρησιμοποιείται στην Κούλουρη, λόγω κάποιων ομοιοτήτων που φέρει η φορεσιά της Κούλουρης με τη φορεσιά της Αμαλίας, την οποία καθιέρωσε ως βασίλισσα, αντικαθιστώντας τη μουσουλμανική μαντίλα που έβλεπε να φοράνε οι γυναίκες της Ελλάδας και θέλοντας να φέρει τον ευρωπαϊκό τρόπο ενδυμασίας.
Οι μαλίτσες στολίζουν το τάσι πάνω στο φέσι της κουλουριώτικης φορεσιάς.
Got a better definition? Add it!
Απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρου φαμ, σημαίνει τη λεσβία η οποία έχει στερεοτυπικά θηλυκά χαρακτηριστικά, όντας το αντίθετο της μπουτς ή νταλίκας.
Έβλεπες τη νταλίκα και τις άλλες που ήταν τα γυναικάκια, δηλαδή γυναίκα κανονική με το φουστανάκι της, το παπουτσάκι της, το ταγεράκι της, την μπλουζίτσα την ξώβυζη, που συνοδεύεται, που δεν έχει μάτια για άλλον, με το μαλλί κομμωτήριο. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 44).
Got a better definition? Add it!
Ο Αγρινιώτης, επειδή χρησιμοποιείται στο Αγρίνιο ο χαρακτηρισμός αυτός για αδελφό ή συγχωριανό εκ του αδελφούλης.
Πήρα μετάθεση στους φούληδες.
Got a better definition? Add it!
Σκωπτικό προσωνύμιο για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη (2019-2023) ακά Κούλη, ο οποίος θεωρείται από τους χρησιμοποιούντες την έκφραση ότι συγχέει υπερβολικά τον θεσμό με το πρόσωπό του, όπως ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ της Γαλλίας.
Μόνο όταν το διέταξε ο κουλουδοβίκος σηκώθηκαν τα ελικόπτερα να σβήσουν τις φωτιές. Πριν δεν το είχε σκεφτεί κανείς.
Got a better definition? Add it!
Σκωπτικό προσωνύμιο του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη λόγω θεωρούμενης ταύτισης του θεσμού με το πρόσωπό του, κατά το πρότυπο του Λουδοβίκου ΙΔ΄.
Got a better definition? Add it!