Παλιακὴ λέξη γιὰ τὴ γυναικεία ὁμοφυλοφιλία.
Συνώνυμα: λεσβιασμὸς, τριβαδισμὸς (ἐδῶ), τζιβιτζιλίκι
Κατὰ τὴν Ρούλα Σκούταρη: H γαλλική λέξη «σαπφικός», που αναφέρεται στη γυναικεία ομοφυλοφιλία, υπάρχει ήδη από το 1373 στα γαλλικά, αλλά στα ελληνικά εμφανίστηκε μόνο τον 19ο αιώνα με αυτή την έννοια (σαπφισμός)
Ἡ κυρία Χ εἶχεν κατηγορηθεῖ κατὰ τὸ παρελθὸν "ἐπὶ σαπφισμῷ", πλὴν ὅμως οὐδὲν κατ' αὐτῆς στοιχεῖον εἶχεν προκύψει.
7 comments
Khan
Γλωσσικό αντιδάνειο.
Galadriel
Μήτσο ξέρω ότι από τα σχόλιά μου σε λίγο δεν θα μπορείς να κάτσεις σταυροπόδι αλλά, αυτό ήταν σλανγκ την αρχαία εποχή, την τωρινή εποχή είναι, στην καλύτερη, αρχαία.
donmhtsos
Δὲν πειράζει. Ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν κάθομαι σταυροπόδι, ἔχω πρόβλημα μὲ τὰ γόνατά μου. Οὐ γάρ ἔρχεται μόνον. Πάντως μ'αὐτὰ ποὺ γράφω "θυμοῦνται οἱ παλιοὶ καὶ μαθαίνουν οἱ νεώτεροι".
Galadriel
Μαζί σου, γράφεις ωραία, αλλά δεν είναι σλανγκ με την καμία.
xalikoutis
Πρέπει επιτέλους να διασαπφινιστεί η σχέση της slang με την μη slang.
patsis
Σαστισμός: Το συναίσθημα που σε πιάνει όταν βλέπεις ένα καλό λογοπαίγνιο αλλά ο ορισμός του είναι αντικλιμακτικός και περιέχει αγγλισμό γλωσσικά πιο ενδιαφέροντα από το ίδιο.
patsis
Αυτοφωροαναφορικότητα: όταν συλλαμβάνεσαι αυτοαναφερόμενος.