Παλιακὴ λέξη γιὰ τὴ γυναικεία ὁμοφυλοφιλία.

Συνώνυμα: λεσβιασμὸς, τριβαδισμὸς (ἐδῶ), τζιβιτζιλίκι

Κατὰ τὴν Ρούλα Σκούταρη: H γαλλική λέξη «σαπφικός», που αναφέρεται στη γυναικεία ομοφυλοφιλία, υπάρχει ήδη από το 1373 στα γαλλικά, αλλά στα ελληνικά εμφανίστηκε μόνο τον 19ο αιώνα με αυτή την έννοια (σαπφισμός)

Ἡ κυρία Χ εἶχεν κατηγορηθεῖ κατὰ τὸ παρελθὸν "ἐπὶ σαπφισμῷ", πλὴν ὅμως οὐδὲν κατ' αὐτῆς στοιχεῖον εἶχεν προκύψει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Σαπφώ και Αλκαίος, έργο του Lawrence Alma-Tadema, 1881

Γλωσσικό αντιδάνειο.

#2
Galadriel

Μήτσο ξέρω ότι από τα σχόλιά μου σε λίγο δεν θα μπορείς να κάτσεις σταυροπόδι αλλά, αυτό ήταν σλανγκ την αρχαία εποχή, την τωρινή εποχή είναι, στην καλύτερη, αρχαία.

#3
donmhtsos

Δὲν πειράζει. Ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν κάθομαι σταυροπόδι, ἔχω πρόβλημα μὲ τὰ γόνατά μου. Οὐ γάρ ἔρχεται μόνον. Πάντως μ'αὐτὰ ποὺ γράφω "θυμοῦνται οἱ παλιοὶ καὶ μαθαίνουν οἱ νεώτεροι".

#4
Galadriel

Μαζί σου, γράφεις ωραία, αλλά δεν είναι σλανγκ με την καμία.

#5
xalikoutis

Πρέπει επιτέλους να διασαπφινιστεί η σχέση της slang με την μη slang.

#6
patsis

Σαστισμός: Το συναίσθημα που σε πιάνει όταν βλέπεις ένα καλό λογοπαίγνιο αλλά ο ορισμός του είναι αντικλιμακτικός και περιέχει αγγλισμό γλωσσικά πιο ενδιαφέροντα από το ίδιο.

#7
patsis

Αυτοφωροαναφορικότητα: όταν συλλαμβάνεσαι αυτοαναφερόμενος.