λαλάκια: χρήματα, λεφτά. Χρησιμοποιείτε στην πάτρα.
«Τέλος τα λαλάκια, τέλος και η αγάπη», πατρινιά εγκατάλειψε το συνοδό της στην Κωνσταντινούπολη όταν έμεινε ρέστος
λαλάκια: χρήματα, λεφτά. Χρησιμοποιείτε στην πάτρα.
«Τέλος τα λαλάκια, τέλος και η αγάπη», πατρινιά εγκατάλειψε το συνοδό της στην Κωνσταντινούπολη όταν έμεινε ρέστος
Got a better definition? Add it!
0 comments