Λέξη τῆς κομμουνιστικῆς ἀργκὸ ποὺ σημαίνει ἄνθρωπο τοῦ κομματικοῦ μηχανισμοῦ, συνήθως ἔμμισθο (ἐπαγγελματικὸ στέλεχος). Τὴ χρησιμοποιοῦσαν μειωτικὰ οὶ τῆς λεγὸμενης ἀνανεωτικῆς ἀριστερᾶς γιὰ τὰ ἐπαγγελματικὰ στελέχη τοῦ ΚΚΕ, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων συγκρούσεων γιὰ τὸν τίτλο τοῦ κόμματος μετὰ τὴν μεταπολίτευση.

Ἐπίσης χρησιμοποιήθηκε μὲ τὴν ἴδια ἀπαξιωτικὴ ἔννοια καὶ κατὰ τὶς ἐσωτερικὲς συγκρούσεις στὸ χῶρο τῆς ἀνανεωτικῆς ἀριστερᾶς γιὰ νὰ χαρακτηρίσει ἐσωκομματικοὺς ἀντιπάλους.

Τἐλος σύμφωνα μὲ τὸ Βικιλεξικὸ:

"απαράτσικ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

1.(σπάνιο) κάποιος ο οποίος είναι μέρος ενός οργανισμού ή μιας δομής εξουσίας, ουσιαστικά ανώτερο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος ή ευρύτερα γραφειοκράτης οποιουδήποτε οργανισμού

2.(σπάνιο) (μειωτικά) ο διοικητικός δημόσιος υπάλληλος, ειδικά στην κομμουνιστική γραφειοκρατία".

Ἐτυμολογία (ἀπὸ τὸ Βικιλεξικὸ): "απαράτσικ < ρωσική, аппаратчик < аппарат + -чик < λατινική apparatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος apparo < ad + paro"

-Τὸν ξέρεις τὸν Χ;

- Ἄν τὸν ξέρω λέει; Μεγάλο άπαρατσίκι! Ἔχει ρὶξει ξύλο στὴν Τασκένδη αὐτὸς!

Got a better definition? Add it!

Published

#1
soulto

+5!
Ήταν σε χρήση και το σκέτο 'άπαρατ'.