Διαιτητής (προφ. ετυμ. < αγγλ. referee). Απ' ευθείας ενσωμάτωση του σχετικού αγγλισμού που βλέπουμε στο τελευταίο παράδειγμα.

Αλλαγή, ρεφ!!! (Όπως το άκουσα ιδίοις ωσίν από προπονητές παιδικών ομάδων ποδοσφαίρου κατά τη διάρκεια αγώνα).

Μετά την εκδίκηση του διαιτητή προς τους ποδοσφαιριστές έρχεται η ΕΠΙΚΗ ομιλία του Σερβικής καταγωγής ρέφ, Ντράγκαν Νίκολιτς να μας τρελάνει

εδώ

Οι ρεφ της αγωνιστικής - Η Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ανακοινώνει τους διαιτητές, βοηθούς διαιτητές και παρατηρητές των αγώνων Πρωταθλήματος CYTA.

και στην Κύπρο

The two Texas high school football players filmed brutally tackling a referee during a game say the ref made racial slurs, prompting the suggested retaliation from an assistant football coach.

και πιό μακριά

Got a better definition? Add it!

Published