πρηζαρχίδης redirects to πρηξαρχίδης (for which another 2 definitions have been submitted).

Ένα πολύ σπαστικό και μαλακισμένο άτομο, που κουράζει πολύ.

Αυτή είναι μεγάλη πρηξαρχίδω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
toukan

Εχω και φωτογραφία του εργοδότη μου να ποστάρω εδώ