πρηζαρχίδης redirects here.

Ένα πολύ σπαστικό και μαλακισμένο άτομο, που κουράζει πολύ.

Αυτή είναι μεγάλη πρηξαρχίδω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σου «πρήζει τ' αρχίδια». Ο απόλυτα εκνευριστικός και επίμονος άνθρωπος, που επιμένει μέχρι να σε πείσει γι' αυτό που θέλει.

Συνώνυμο: Ο σπασαρχίδης, σπαζαρχίδης, σπασαρχίδας

Τι πρηζαρχίδης είν' αυτός ρε φίλε! Προχτές με είχε δυο ώρες στο τηλέφωνο και μ' έπρηζε να του δώσω τα κλειδιά απ' το σπίτι για να φέρει τη γκόμενα το Σαββατοκύριακο!

(από guybrush, 05/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι τρομερά σπαστικός και λέει τα ίδια και τα ίδια συνέχεια με αποτέλεσμα να εκνευρίζει τους άλλους.

- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να φύγουμε!
- Μου το είπες 15 φορές, μην γίνεσαι πρηξαρχίδης, να πιω τον καφέ μου και φεύγουμε σε λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified