α) Παροξυσμός ή μελαγχολία που προκαλείται από την επιθυμία για ένα ανέφικτο ιδεώδες.

Άσε με ρε μάνα, διάβασα τον «Φαίδρο» και έπαθα νυμφοληψία.

β) Το πάθος που προκαλείται στους άνδρες από όμορφα, νεαρά κορίτσια. (βλ. «νυμφίδιο»)

Σκέτη νυμφοληψία είναι η κόρη σας, κυρά Μαίρη. Τυχαίνει μήπως να ψάχνετε καθηγητή φιλολογίας;

18ος αιώνας. Από «Νυμφόληπτος» — αιχμάλωτος των νύμφων.

Got a better definition? Add it!

Published