Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Προέρχεται από τη σύγχυση δύο λέξεων, ψωλή + θολούρα.

Είναι η κατάσταση στην οποία εισέρχεται ο έλλην άντρας όταν μετά από χαρχάλεμα πουτσοπαπαροπεριοχής μυρίζει τη παπαρίλα του.

Και όπως έξυνα το παπάρι, μου 'ρθε φίλε η ψωλούρα, κόντεψα να πεθάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified