Το πέος όταν κάνει στοματικό σεξ η/ο ερωμένη/ος, χρησιμοποιώντας και λίγο δοντάκι.
Μυθική οδοντόβουρτσα (σεξουαλιστί: οδοντόπουτσα) εις την οποία θεωρητικώς μετατρέπεται το ανδρικό μόριο και γυαλιζει-καθαρίζει-λευκαινει. (Greek BDSM community).
Το πέος όταν κάνει στοματικό σεξ η/ο ερωμένη/ος, χρησιμοποιώντας και λίγο δοντάκι.
Μυθική οδοντόβουρτσα (σεξουαλιστί: οδοντόπουτσα) εις την οποία θεωρητικώς μετατρέπεται το ανδρικό μόριο και γυαλιζει-καθαρίζει-λευκαινει. (Greek BDSM community).
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο μπιτχαβάς δηλαδή ο πουτσαράς. Σχετίζεται με την εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων. (Δες).
Είναι μεγάλος μπετιχαβάς.
Got a better definition? Add it!
Δοκίμως, σημαίνει τη σημαία. Ετυμολογία: μεσαιωνικό ελληνικό φλάμπουρον < φλάμπουλον (ανομοίωση υγρών [l-l > l-r] ) < *φλάμουλον (τροπή του μεσοφ. [m > mb] ) < ελληνιστικό φλάμμουλ(α) -ον < ύστερο λατινικό flammula = σημαία του ιππικού (επειδή απεικόνιζε μικρή φλόγα: λατινιστί flamma)]. Μεταφορικώς σημαίνει ό,τι και το κοντάρι, δηλαδή το πέος.
Μόλις την είδε να περνάει με τη στρινγκαδούρα, είχαμε έπαρση φλάμπουρου.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Έχωνε τον πάσσαλό του στο μαλακό της χώμα.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το μεγάλο και σκληρό πέος. (Δες). Βλ. και λοσταρία.
Την κοπάναγα με το λοστάρι μου μέχρι που έχυσε.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιόκαυλη λέξη για το πέος (δες), σημαίνει επίσης το δοχείο.
Έθεσε το κοτίλιον στην οπή της.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιόκαυλη λέξη για το πέος, ετυμολογείται από το ρήμα σαίνω που χρησιμοποιείται και για το κούνημα της ουράς των ζώων, οπότε μεταφορικώς το πέος παρουσιάζεται σαν ουρά. (Δες).
Κουνούσε τη σάθη του από τη χαρά του μόλις την είδε.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιόκαυλη λέξη που δοκίμως σημαίνει: α) ρόπαλο σε σχήμα ατράκτου, β) γυμναστικό όργανο, που λέγεται και κορύνα. Συνδέεται ετυμολογικώς με τις λέξεις κόρυς και κόρυθος = περικεφαλαία. Μεταφορικώς σημαίνει το μεγάλο και σκληρό πέος σε στύση. (Δες).
Άρχισε να τη χτυπάει με την κορύνη του.
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο πέος. (Δες).
Με τρίτο πόδι βγήκε από το νοσοκομείο ο τριπόδαρος Τράμπαρος. (ΦΒ).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!