Selected tags

Further tags

Η διεμφυλική κρεατόβεργα. Το πέος μιας διεμφυλικής/τρανσέξουαλ/τρανς γυναίκας.

Εκ μέρους του Dennis Lunarian, που το δημιούργησε στην ομάς "ΧΥΣΕ!", ύστερα από την αντίληψη του δυσοίωνου μέλλοντος της σεξουαλικότητας μας.

Ωραίες οι γυναίκες στην Ταϊλάνδη, αλλά εύκολα πέφτεις σε διεμφυλόβεργα.

Got a better definition? Add it!

Published

To πέος λόγω σχήματος.

Το έχει ξεριζώσει το μανιτάρι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγιωτατισμός για τον αυνανισμό.

Η Τζέσικα πεομαλάσσει στο πριβέ με ένα εξτραδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Φαλλομυζεί όλη μέρα, θα τυφλωθεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά για το πέος.

Το έχει κατσιάσει το σελφοκόνταρό του από το πολύ τάκα-τάκα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Ο μικρός γιατί έχει κάτσει στην άκρη της παραλίας και πεανίζει;

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά για το πέος.

Δεν τον βλέπω πουθενά τον μικρό, μάλλον καθαρίζει το μονόκαννο. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Ψευδοαρχαίος σλανγιωτατισμός που σημαίνει αυνανίζομαι.

Πεοταλαντώνει ενδοπαλαμικώς καθ' εκάστην ο μάλαξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Το δέρμα που περιβάλλει το πέος και συνεκδοχικά το πέος, ιδίως κατά τον αυνανισμό. Βαράω πετσί σημαίνει αυνανίζομαι.

Το έχει κάνει το πετσί του σφεντόνα ο Χαράλαμπος.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.

Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published